ἀμώνα

ἀμώνα
ἀμώνα, [dialect] Aeol. for ἀνεμώνη, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χάργκα — Όαση στη Λιβυκή έρημο, που ανήκει στην Αίγυπτο. Κατοικείται από περίπου 10.000 κατ., που ζουν από τη γεωργία. Στην όαση σώζονται κτίσματα του Δαρείου A’ και χριστιανικό νεκροταφείο. Στην όαση εξαφανίστηκε ο στρατός του Πέρση βασιλιά Καμβύση, γιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”